ἵππιον

ἵππιον
ἵππιος
of a horse
masc acc sg
ἵππιος
of a horse
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἵππιον — Ἵππιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРПЫ —    • Arpi,           Άρποι, (ныне развалины Агра у Foggi и на реке Cesone), город в Апулии, по преданию построенный греками (Диомедом, Liv. 22, 12: Diomedis campus) под названием Άργος Ίππιον; извращениями этого названия были будто бы формы… …   Реальный словарь классических древностей

  • ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος …   Dictionary of Greek

  • εφιππιοειδής — ές 1. αυτός που έχει σχήμα εφιππίου, σχήμα σέλας 2. ανατ. φρ. «εφιππιοειδές κρανίο» κρανίο που εμφανίζει κοίλανση στο μέσον τού κρανιακού θόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφ ίππιον + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”